Ἀλλ᾿ οὐ δύναμαι δείλαιος εὕδειν δακνόμενος
ὑπὸ τῆς δαπάνης καὶ τῆς φάτνης καὶ τῶν χρεῶν
διὰ τουτονὶ τὸν υἱόν. Ὁ δὲ κόμην ἔχων
ἱππάζεταί τε καὶ ξυνωρικεύεται
ὀνειροπολεῖ θ᾿ ἵππους. Ἐγὼ δ᾿ ἀπόλλυμαι
ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σελήνην εἰκάδας·
οἱ γὰρ τόκοι χωροῦσιν. Ἅπτε παῖ λύχνον
κἄκφερε τὸ γραμματεῖον, ἵν᾿ ἀναγνῶ λαϐὼν
ὁπόσοις ὀφείλω καὶ λογίσωμαι τοὺς τόκους.
Φέρ᾿ ἴδω, τί ὀφείλω ; Δώδεκα μνᾶς Πασίᾳ.
Τοῦ δώδεκα μνᾶς Πασίᾳ ; Τί ἐχρησάμην ;
Ὅτ᾿ ἐπριάμην τὸν κοππατίαν. Οἴμοι τάλας,
εἴθ᾿ ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ.
|
τουτονὶ est une variante de τοῦτον, accusatif masculin singulier du démonstratif οὗτος.
Ὁ δὲ (ou ὅδε) est un pronom
démonstratif « celui-ci ».
ὁρῶν ἄγουσαν
τὴν σελήνην…
le verbe ὁρῶ est suivi d’une
construction participiale « en voyant la lune ramenant…». ἄγουσαν
est le participe présent actif de ἄγω à l’accusatif féminin singulier.
κἄκφερε : καὶ ἔκφερε
(crase).
ἵν᾿ ἀναγνῶ … καὶ λογίσωμαι : ἵνα est suivi de deux
verbes au subjonctif.
ἵν᾿ ἀναγνῶ λαϐὼν :
mot à mot : « pour que l’ayant pris…je lise ».
λαϐὼν :
participe aoriste de λαμϐάνω, prendre.
ὁπόσοις ὀφείλω :
« à combien de personnes je dois ».
Τοῦ : « à cause de quoi ? » ->
« Pourquoi ? »
τὸν
κοππατίαν : le
cheval marqué d’un koppa (le koppa est un caractère emprunté à l’alphabet
phénicien). Aristophane joue sur le nom koppa et le verbe κοπτώ, couper (ἐξεκόπην
aoriste de ἐκ-κοπτώ).
εἴθ᾿ -> εἴθε + aoriste : exprime le regret dans le passé.
|